Η ικανότητά μας να μιμούμαστε το μυαλό των άλλων είναι εξαιρετικά σημαντική. Όταν αυτή η διαδικασία δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να συμβάλει στην εκδήλωση διαφόρων ψυχικών προβλημάτων.
Είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι στους ανθρώπους γύρω μας. Ως βρέφη, παρατηρούμε τους γονείς και τους δασκάλους μας και από αυτούς μαθαίνουμε πώς να περπατάμε, να μιλάμε, να διαβάζουμε και να χρησιμοποιούμε smartphones.
Φαίνεται ότι δεν υπάρχει όριο στην πολυπλοκότητα της συμπεριφοράς που μπορούμε να αποκτήσουμε από τη μάθηση μέσω της παρατήρησης.
Ωστόσο, η κοινωνική επιρροή έχει βαθύτερες ρίζες. Δεν μιμούμαστε απλώς τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας. Μιμούμαστε επίσης το μυαλό τους. Καθώς μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε τι σκέφτονται, τι αισθάνονται και τι θέλουν οι άλλοι – και προσαρμοζόμαστε σε αυτά. Ο εγκέφαλοί μας είναι πολύ καλοί σε αυτό, καθώς τείνουμε να μιμούμαστε τους «υπολογισμούς» από τους εγκέφαλους των άλλων.
Όμως, πώς διακρίνει ο εγκέφαλος τις σκέψεις του δικού σας μυαλού από τις σκέψεις που κάνετε για το μυαλό των άλλων; Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications, δίνει την απάντηση.
Η ικανότητά μας να μιμούμαστε το μυαλό των άλλων είναι εξαιρετικά σημαντική. Όταν αυτή η διαδικασία δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να συμβάλει στην εκδήλωση διάφορων ψυχικών προβλήματα. Μπορεί να μην είστε σε θέση να συναισθάνεστε κάποιον ή, στο άλλο άκρο, να είστε τόσο ευαίσθητοι ως προς τις σκέψεις άλλων ανθρώπων, ώστε η δική σας αίσθηση «εαυτού» να είναι ασταθής και εύθραυστη.
Διαβάστε σχετικά: Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται διαφορετικά τους φίλους όταν νιώθουμε μοναξιά
Η ικανότητα να σκεφτόμαστε τι σκέφτεται ένα άλλο άτομο είναι μία από τις πιο εξελιγμένες προσαρμογές του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οι ψυχολόγοι που κάνουν πειράματα αξιολογούν συχνά αυτήν την ικανότητα με μια τεχνική που ονομάζεται «τεχνική εσφαλμένης πεποίθησης».
Κατά την άσκηση αυτή, ένα άτομο, το “υποκείμενο”, παρατηρεί ένα άλλο άτομο, τον “συνεργάτη του”, να κρύβει ένα επιθυμητό αντικείμενο μέσα σε ένα κουτί. Στη συνέχεια, ο συνεργάτης φεύγει από το δωμάτιο και το υποκείμενο βλέπει τον ερευνητή να αφαιρεί το αντικείμενο από το κουτί και να το κρύβει σε μια δεύτερη θέση. Όταν ο συνεργάτης επιστρέφει, πιστεύει ότι το αντικείμενο είναι ακόμα στο κουτί, όμως το “υποκείμενο” γνωρίζει την αλήθεια.
Αυτό υποθετικά, προϋποθέτει το “υποκείμενο” να έχει υπόψη του τόσο την εσφαλμένη πεποίθηση του συνεργάτη του αλλά και τη δική του πεποίθηση για την πραγματικότητα. Αλλά πώς ξέρουμε αν το υποκείμενο σκέφτεται πραγματικά τι έχει στο μυαλό του ο συνεργάτης του;
Λανθασμένες πεποιθήσεις
Τα τελευταία δέκα χρόνια, οι νευροεπιστήμονες διερευνούν μια θεωρία «διαβάσματος» του μυαλού η οποία ονομάζεται θεωρία προσομοίωσης. Η θεωρία προτείνει ότι όταν φέρνω τον εαυτό μου στη θέση σου, ο εγκέφαλός μου προσπαθεί να αντιγράψει τους υπολογισμούς μέσα στον εγκέφαλό σου.
Οι νευροεπιστήμονες έχουν βρει συναρπαστικά στοιχεία ότι ο εγκέφαλος προσομοιώνει τους υπολογισμούς ενός κοινωνικού συντρόφου. Έχουν δείξει ότι όταν παρατηρείτε κάποιο άτομο να λαμβάνει ανταμοιβή, όπως φαγητό ή χρήματα, η εγκεφαλική σας δραστηριότητα είναι ίδια σαν να λαμβάνατε εσείς οι ίδιοι την ανταμοιβή.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Εάν ο εγκέφαλός μου όντως αντιγράφει τους δικούς σου υπολογισμούς, τότε πώς διακρίνει τη διαφορά μεταξύ του μυαλού μου και της προσομοίωσης του μυαλού σου;
Στο πείραμά μας, ζητήσαμε από 40 συμμετέχοντες να υποδυθούν μια “πιθανή” εκδοχή της τεχνικής εσφαλμένης πεποίθησης. Ταυτόχρονα, σαρώσαμε τον εγκέφαλό τους χρησιμοποιώντας λειτουργική απεικόνιση μαγνητικής τομογραφίας (fMRI), η οποία μετρά έμμεσα την εγκεφαλική δραστηριότητα παρακολουθώντας αλλαγές στη ροή του αίματος.
Σε αυτό το παιχνίδι, αντί της πεποίθησης ότι το αντικείμενο βρίσκεται μέσα στο κουτί ή όχι, και οι δύο παίκτες πιστεύουν ότι υπάρχει πιθανότητα το αντικείμενο να βρίσκεται είτε εδώ ή εκεί, χωρίς όμως να το γνωρίζουν με βεβαιότητα. Το αντικείμενο βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, και έτσι οι πεποιθήσεις των δύο παικτών συνέχεια αλλάζουν. Το υποκείμενο πρέπει να προσπαθεί να παρατηρεί όχι μόνο το πού βρίσκεται το αντικείμενο, αλλά και την πεποίθηση του συνεργάτη του.
Αυτή η άσκηση μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε ένα μαθηματικό μοντέλο για να περιγράψουμε τι συνέβαινε στο μυαλό του υποκειμένου, καθώς έπαιζε το παιχνίδι. Έδειξε επίσης, πώς οι συμμετέχοντες άλλαζαν την πεποίθησή τους κάθε φορά που λάμβαναν κάποιες πληροφορίες σχετικά με το πού ήταν το αντικείμενο. Περιέγραψε τέλος, πώς άλλαζε την προσομοίωσή του για την πεποίθηση του συνεργάτη του, κάθε φορά που ο συνεργάτης έβλεπε κάποιες πληροφορίες.
Το μοντέλο λειτουργεί υπολογίζοντας “προβλέψεις” και “σφάλματα πρόβλεψης”. Για παράδειγμα, εάν ένας συμμετέχοντας προβλέπει ότι υπάρχει πιθανότητα 90% να βρίσκεται το αντικείμενο μέσα στο κουτί, αλλά στη συνέχεια βλέπει ότι δεν καν κοντά στο κουτί, θα εκπλαγεί. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το άτομο αντιμετωπίζει ένα μεγάλο “σφάλμα πρόβλεψης”. Στη συνέχεια, αυτή η πληροφορία χρησιμοποιείται για τη βελτίωση της πρόβλεψης για την επόμενη φορά.
Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι το σφάλμα πρόβλεψης είναι μια θεμελιώδης μονάδα υπολογισμού του εγκεφάλου. Κάθε σφάλμα πρόβλεψης συνδέεται με ένα συγκεκριμένο μοτίβο δραστηριότητας στον εγκέφαλο. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τα μοτίβα της εγκεφαλικής δραστηριότητας ενός ατόμου που βιώνει σφάλματα πρόβλεψης, με τα εναλλακτικά μοτίβα δραστηριότητας που προκύπτουν όταν το άτομο μελετά τα σφάλματα πρόβλεψης του συνεργάτη του.
Τα ευρήματά μας έδειξαν ότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί διαφορετικά μοτίβα δραστηριότητας για τα σφάλματα πρόβλεψης και τα «προσομοιωμένα» σφάλματα πρόβλεψης. Αυτό σημαίνει ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα περιέχει πληροφορίες όχι μόνο για το τι συμβαίνει στον κόσμο, αλλά και για το ποιος είναι αυτός που σκέφτεται αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί σε μια υποκειμενική αίσθηση του εαυτού.
Διαβάστε σχετικά: Πως η ανάκληση ευχάριστων αναμνήσεων μας ηρεμεί σε στρεσογόνες καταστάσεις
Εκπαίδευση εγκεφάλου
Βρήκαμε επίσης, ότι θα μπορούσαμε να εκπαιδεύσουμε τους ανθρώπους να κάνουν αυτά τα μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους άλλους, είτε πιο ευδιάκριτα είτε πιο επικαλυπτόμενα.
Αυτό το κάναμε παραποιώντας την άσκηση, έτσι ώστε το υποκείμενο και ο συνεργάτης του να βλέπουν τις ίδιες πληροφορίες είτε σπάνια είτε συχνά. Εάν γίνονταν πιο ευδιάκριτες, τότε τα υποκείμενα γίνονταν καλύτερα στο να διακρίνουν τις σκέψεις τους από αυτές του συνεργάτη του. Εάν τα μοτίβα γίνονταν πιο αλληλεπικαλυπτόμενα, τα υποκείμενα χειροτέρευαν στο να διακρίνουν τις σκέψεις τους από αυτές του συνεργάτη τους.
Αυτό σημαίνει ότι το όριο του εγκεφάλου, μεταξύ του εαυτού μας και των άλλων, δεν είναι σταθερό αλλά ευέλικτο. Ο εγκέφαλος μπορεί να μάθει να αλλάζει αυτό το όριο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την οικεία εμπειρία δύο ανθρώπων που περνούν πολύ χρόνο μαζί και αρχίζουν να αισθάνονται ως ένα άτομο, ενώ μοιράζονται τις ίδιες σκέψεις.
Σε κοινωνικό επίπεδο, μπορεί να εξηγήσει γιατί βρίσκουμε ευκολότερο να συναισθανθούμε με εκείνους που έχουν μοιραστεί παρόμοιες εμπειρίες με εμάς, σε σύγκριση με άτομα από διαφορετικά υπόβαθρα.
Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα. Εάν τα όρια μεταξύ του εαυτού και των άλλων είναι όντως εύπλαστα, τότε ίσως μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτήν την ικανότητα, τόσο για την αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας όσο και για τη μείωση των διαταραχών ψυχικής υγείας.
Απόδοση: Σοφία Πολυχρονάκη – Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*